- κωφώνω
- (AM κωφῶ, -όω, Μ και κωφώνω) [κωφός]προξενώ κώφωση σε κάποιον, κουφαίνω(μσν. -αρχ.) κάνω κάποιον ή κάτι να εξασθενήσει ή να σταματήσει (α. «κωφώνω τὰ δάκρυα» — πνίγω τα δάκρυαβ. «ὀδύνας κωφοῑ», Ιπποκρ.)αρχ.παθ. κωφοῡμαι, -όομαια) είμαι νωθρός σε κάτιβ) σιωπώ («ἐκωφώθην καὶ ἐταπεινώθην καὶ ἐσίγησα», ΠΔ)γ) κολοβώνομαιδ) (για νερό) χάνω τη φρεσκάδα μου.
Dictionary of Greek. 2013.